δίπλακα

δίπλακα
δίπλαξ
in double folds
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διπλοείματος — διπλοείματος, ον (Α) αυτός που φοράει δίπλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + είμα ( ατος) «ένδυμα, ρούχο»] …   Dictionary of Greek

  • πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”